Πέμπτη, 08 Απριλίου 2021 09:41

ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 21 - Γεώργιος Καραϊσκάκης: Ένας ήρωας με «παρελθόν» Οι σκοτεινοί χρόνοι του «γιου της καλογριάς»

 

του Χρ. Ντάλα

 

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είναι αναμφισβήτητα από τις κορυφαίες μορφές του αγώνα για την Παλιγγενεσία. Με την δράση του στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα μετά το 1824, σαν στρατηγός και αρχιστράτηγος των ελληνικών στρατευμάτων, δικαίως κατέχει μια εξέχουσα θέση στους ήρωες του 1821.

Μέχρι το 1824 όμως η ιστορία του είναι διαφορετική.

Από τα τεκμήρια που διαθέτουμε, ο Γ. Καραϊσκάκης δεν φαίνεται να συμμετείχε στις διεργασίες του ελληνικού εθνικού κινήματος, δηλαδή στα πολιτικά και οργανωτικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Έλαβε βέβαια κάποιο μέρος στις επαναστατικές κινήσεις στην περιοχή της Άρτας, τον Μάιο 1821, αλλά τα τρία επόμενα χρόνια οι μέριμνες, οι προσδοκίες και οι ενέργειες του ελάχιστα αντιστοιχούσαν προς τις ιδέες που νοηματοδότησαν το είκοσι ένα. Όπως γράφει και ο Παπαρρηγόπουλος «η όλη φιλοτιμία του περιορίζεται στο να λάβει το αρματολίκιον των Αγράφων». Μάλιστα τον Μάιο 1824 κατηγορήθηκε ως προδότης και καταδικάστηκε από στρατιωτικό δικαστήριο στο Μεσολόγγι.

Μόνο μετά το 1824 συμμερίστηκε και προήγαγε ο Γ. Καραϊσκάκης τον αδιαπραγμάτευτο πόλεμο της εθνικής επανάστασης, επιδεικνύοντας νομιμοφροσύνη στις πολιτικές αρχές του επαναστατημένου έθνους. Από την εποχή εκείνη αναδείχθηκε σταδιακά στα υψηλότερα στρατιωτικά αξιώματα και χάρη στις αδιαμφισβήτητες στρατιωτικές του ικανότητες και στις πολύ σημαντικές στρατιωτικές του επιτυχίες, ιδίως κατά την εκστρατεία της Ρούμελης τον χειμώνα του 1826-1827, ενσάρκωσε παραδειγματικά το πρότυπο του στρατιωτικού αρχηγού της εθνικής επανάστασης - και με τον θάνατό του εισήλθε στο πάνθεον των ηρώων της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, κυρίως εξαιτίας της γενέτειράς του που θεωρείται και η Σκουληκαριά, έχουμε λίγο οικειοποιηθεί. Τον θεωρούμε ήρωα της περιοχής μας, τον έχουμε τιμήσει με το όνομα Δήμου και αθλητικών συλλόγων, του έχουμε αφιερώσει αγώνες «τα καραϊσκάκεια». Να ξέρουμε όμως ότι η «αντιηρωική» περίοδος του Καραϊσκάκη, μέχρι το 1824 όπως περιγράφεται στα επόμενα κεφάλαια, είναι αυτή που αναφέρεται και στην περιοχή μας.

 

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα

 

1.    Ο Καραϊσκάκης μέχρι το 1821

Στις ορεινές και δύσβατες περιοχές της Ηπείρου, της Ρούμελης και της Θεσσαλίας, όπου η ληστεία είχε χαρακτήρα ενδημικό, την ευθύνη αντιμετώπισης των κλεφτών οι οθωμανικές αρχές ανέθεταν στους αρματολούς. Οι κλέφτες με την καταστροφική δράση τους προσπαθούσαν να δείξουν την αδυναμία του αρματολού, για την προστασία της περιοχής, ώστε να αναγκάσουν τις αρχές να προτιμήσουν αυτούς για την θέση του αρματολού. Η μετάβαση λοιπόν από την παρανομία (κλέφτης) στην νομιμότητα (αρματολός) ήταν συνηθισμένη και δεν ήταν σπάνιο ένας οπλαρχηγός κατά την διάρκεια της ζωής του να μεταβαίνει από την μία κατάσταση στην άλλη – «σαράντα χρόνια έκανα αρματολός και κλέφτης» όπως λέει και το τραγούδι. Καμία σχέση λοιπόν ο κλεφταρματολισμός με αυτόν της επίσημης ιστορίας. Οι αρματολοί ήταν «υπομίσθιοι» της οθωμανικής εξουσίας που έπρεπε συνέχεια να δείχνουν την αφοσίωσή τους σ’ αυτήν. Οι κλέφτες καμία σχέση με τα κλεφτόπουλα που τραγουδάμε και που βγήκαν στο κλαρί επειδή δεν άντεχαν τον τουρκικό ζυγό.

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε τέλη της δεκαετίας του 1770 ή αρχές του 1780 σε ένα περιβάλλον με ισχυρή παρουσία αρματολικών οικογενειών, αλλά και ομάδων κλεφτών που διεκδικούσαν τα αρματολίκια της περιοχής. Οι βιογράφοι του είτε δεν σημειώνουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές: τη Σκουληκαριά Άρτας, το Μαυρομμάτι Αγράφων - συγκλίνουν μάλλον στην άποψη ότι μεγάλωσε στις ορεινές επαρχίες της Άρτας και όχι στις παρυφές των Αγράφων προς το μέρος της Θεσσαλίας.

Ωστόσο, ειδικότερα στα περιβάλλοντα των κλεφτών και των αρματολών, ο «τόπος» τους δεν ήταν μόνο ούτε κυρίως η γενέθλια γη, η γενέτειρά τους αλλά η περιοχή που προστάτευαν ή λεηλατούσαν ως αρματολοί και κλέφτες.Μέσα από το πρίσμα αυτής της αντίληψης, λοιπόν, ο κατεξοχήν τόπος του Γ. Καραϊσκάκη, ο τόπος δηλαδή στον οποίο ανήκε και με τον οποίο συνέδεσε το άνομά του ως οπλαρχηγός, ήταν το αρματολίκι των Αγράφων και όχι το Μαυρομμάτι ή η Σκουληκαριά - όπως, άλλωστε, ο τόπος του γεννημένου στην Ιθάκη Οδυσσέα Ανδρούτσου δεν ήταν τα Επτάνησα αλλά τα αρματολίκια το Παρνασσού.

Η μητέρα τον Γ. Καραϊσκάκη ήταν καλόγρια, και σε αυτό οφείλεται το πιο γνωστό από τα προσωνύμια που απέκτησε: «ο γιοςτης καλογριάς». Οι βιογράφοι τον διασώζουν το όνομα και την καταγωγή της: Ζωή Ντιμισκή ή Διμισκή, από οικογένεια οπλαρχηγών στις ορεινές επαρχίες της Άρτας.

Πατέρας του θεωρείται ο Δημήτρης Ίσκος ή Καραΐσκος, εγγονός (από την πλευρά της μητέρας του) του φημισμένου αρματολού της επαρχίας Βάλτου Γερο-Σταθά.

Περί το 1803 φαίνεται ότι ο Καραϊσκάκης εντάχθηκε στην ομάδα κλεφτών του Κατσαντώνη. Το 1806 σε συμπλοκή με του Κατσαντωναίους σκοτώθηκε ο δερβέναγας των Αγράφων Βελή Γκέκας και μια από τις σφαίρες που τον σκότωσε αποδίδεται στον Καραϊσκάκη. Μετά τη σύλληψη του Κατσαντώνη και τον μαρτυρικό θάνατό του αρχές 1808 η ομάδα με τον αδερφό του Λεπενιώτη έφυγε καταδιωγμένη στα Επτάνησα.  Περί το 1811 οι Κατσαντωναίου επέστρεψαν στα Άγραφα αυτή τη φορά σαν αρματολοί με τον Καραϊσκάκη, σαν ένα από τα πρωτοπαλίκαρα, να είναι «κολιτσής», δηλαδή επικεφαλής σε ένα μικρότερο τμήμα (κόλι) του αρματολικιού. Την άνοιξη του 1812 έπειτα από συνομωσία σκοτώθηκε ο Λεπενιώτης, η ομάδα καταδιώχθηκε και διαλύθηκε, άλλοι προσκύνησαν ο δε Καραϊσκάκης εντάχθηκε στα στρατηγικά σώματα του Αλή πασά στα Ιωάννινα. Εκεί τον βρίσκουμε μέχρι το 1820 και το μόνο που ξέρουμε για αυτή την «θητεία» του είναι ο γάμος του με την σύζυγό του κόρη των Ψαρογιανναίων καπετάνιων της περιοχής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1820 ο Καραϊσκάκης ήταν περίπου σαράντα χρονών και είχε διανύσει αρκετές φορές την συνηθισμένη διαδρομή των κλεφτών και των αρματολών από την παρανομία στη νομιμότητα. Έμαθε να πολεμά αλλά και να διαπραγματεύεται με τις οθωμανικές αρχές προκειμένου να λαμβάνει θέσεις στους στρατιωτικούς μηχανισμούς και τα αρματολίκια.

Όταν ο Αλή πασάς κηρύχθηκε αποστάτης, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στα Ιωάννινα. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό του Αλή πασά και για ένα διάστημα εντάχθηκε στο στρατόπεδο των σουλτανικών. Είναι πιθανόν να εγκατέλειψε τον Αλή πασά το φθινόπωρο του 1820, μαζί με τον Ομέρ Βρυώνη, καθώς το καλοκαίρι του 1820 ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Ομέρ Βρυώνης ήταν στα Άγραφα και προσπαθούσαν να στρατολογήσουν για λογαριασμό του Αλή πασά. Άγνωστο πότε, πιθανώς στα τέλη του χρόνου, κατάφερε να διαφύγει από τα Ιωάννινα και να φυγαδεύσει την οικογένειά του στον Κάλαμο. Από εκεί πήγε στη Βόνιτσα, στον παλαιό του γνώριμο από τους Κατσαντωναίους Γ. Τσόγκα, και κατόπιν, πιθανώς κατά τους πρώτους μήνες του 1821, πήγε στους συγγενείς του στις ορεινές επαρχίες της Άρτας, στα Τζουμέρκα και το Ραδοβίζι. Πάντως, στα τέλη Μαΐου 1821 ήταν στο σώμα των Κουτελιδαίων που κατευθύνθηκε στο Μακρυνόρος, στη θέση Λαγκάδα. Στις 28 και 29Μαΐου 1821, στη θέση Κούλια, ο Ανδρέας Ίσκος, πιθανώς και με βοήθεια από το σώμα τηςΛαγκάδας, σταμάτησε την πορεία ενός τμήματος του οθωμανικού στρατού που επιχείρησε να μετακινηθεί από την Άρτα προς τη Ναύπακτο με επικεφαλής τον Ισμαήλ πασά Πλιάσα. Στις αρχές Ιουνίου, τα σώματα αυτά προωθήθηκαν πλησιέστερα στην πόλη της Άρτας και σε μάχη πού έγινε στις 8 Ιουνίου 1821, στο Κομπότι, ο Γ. Καραϊσκάκης πληγώθηκε. Ο Μακρυγιάννης γράφει για το περιστατικό: «Επληγώθη και ο Καραϊσκάκης εις την φύση. περιπαίζοντας τους Τούρκους τους γύρισε τον κώλο και πληγώθη». Ο απερίσκεπτος τραυματισμός του Καραϊσκάκη είναι ενδεικτικός του χαρακτήρα του (διακωμώδηση του αντιπάλου), αλλά και του τρόπου με τον οποίο πολεμούσε δηλαδή στην πρώτη γραμμή της μάχης χωρίς καμία προφύλαξη.

Η επόμενη μαρτυρία για συμμετοχή του Γ. Καραϊσκάκη σε μάχες είναι στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, δύο μήνες μετά τον τραυματισμό του. Βρισκόταν ξανά στα περίχωρα τηςΆρτας και πολεμούσε υπό τις οδηγίες τον Γώγου Μπακόλα έως τα τέλη Νοεμβρίου 1821. Τότε λύθηκε η πολιορκία της πόλης και τα διάφορα στρατιωτικά σώματα Σουλιωτών και Ρουμελιωτών αποχώρησαν για τις περιοχές τους, αφού πρώτα «εμούστωσαν εις ταλάφυρα, εκδύοντεs τας οικίας των κατοίκων Ελλήνων και Εβραίων», όπως έγραψε ο Χριστόφορος Περραιβός. Ο Μακρυγιάννης τον αναφέρει και σε μια μάχη στο Μαράτι της Άρτας «και μέσα εις το τζαμί του Φαϊκ πασά εκλείσθη ο Καραϊσκάκης κι ο Μάρκος και πολέμησαν γενναία τους Τούρκους, και εγύρισαν οι νικημένοι οι δικοί μας και όλοι κάναν έναν μεγάλον σκοτωμό των Τούρκων και τους βάλαν στην Άρτα».

Σε αυτές λοιπόν τις πρώτες μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Άρτας, ο Γ. Καραϊσκάκης επιβεβαίωνε τη φήμη που είχε αποκτήσει από τη θητεία του στον Κατσαντώνη και τον Αλή πασά. Όταν εγκατέλειψε τον Αλή πασά και αργότερα τους «σουλτανικούς», δεν είχε, όπως είδαμε, δική του ομάδα και δικό του «τόπο». Έτσι, στηρίχθηκε στους δεσμούς συγγένειας για να ενταχθεί στοαρματολικό δίκτυο του Γώγου Μπακόλα και να αναδειχθεί μέσα σε αυτό. Με την είσοδό του στην ομάδα του Μπακόλα, ο Γ. Καραϊσκάκης εντάχθηκε ταυτόχρονα στα δίκτυα σχέσεων και ιεραρχιών των οπλαρχηγών της ευρύτερης περιοχής. Δεν ήταν πια ο «υπομίσθιος» του Αλή πασά, αλλά ένας από τους οπλαρχηγούς του Γώγου Μπακόλα.

 

 Ο φόνος του Αλή Πασά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο

 

 

2.    Αρματολός στα Άγραφα. Τα «καπάκια»

Στο αρματολίκι των Αγράφων στις 20 Μαρτίου 1822, «το συμβούλιον του πολέμου της Δυτικής Χ. Ελλάδος απεφάσισε την εκστρατείαν κατά των εχθρών των κατακρατούντων τα Άγραφα», με επικεφαλής στην αρχή τον Γ. Ράγκο και στη συνέχεια και τον Καραϊσκάκη.

ΟΓ. Καραϊσκάκης με αφετηρία τη μικρή σε αριθμό στρατιωτών βοήθεια που δέχθηκε την άνοιξη του 1822 από τους αρματολούς των ορεινών επαρχιών της Άρτας, (Μπακόλα, Κουτελίδα), είχε καταφέρει μέσα σε λίγους μήνες να επεκτείνει τα δίκτυα της επιρροής του στην επαρχία των Αγράφων και να διευθύνει ένα πολυάριθμο στρατιωτικό σώμα, με το οποίο εξεδίωξε τόσο τις οθωμανικές φρουρές όσο και τον Γιαννάκη Ράγκο.

Σπουδαία κίνησή του η συμμαχία με τον αρματολό του Ασπροποτάμου Ν. Στορνάρη. Ο Ν. Στορνάρης για να προστατεύσει τις πλάτες του από τις ληστρικές επιδρομές από τις ορεινές  επαρχίες της Άρτας τον υποστήριξε για το αρματολίκι των Αγράφων και διαπραγματεύτηκε με τις οθωμανικές αρχές το προσκύνημα των δύο αρματολικιών.

 

Τα «καπάκια»

Τα λεγόμενα «καπάκια», που ήταν οι συμφωνίες των αρματολών για την αποκήρυξη της ελληνικής επανάστασης με αντάλλαγμα την υποστήριξη στο αρματολίκι τους απασχόλησε ιδιαίτερα την ιστοριογραφία. Για την εποχή εκείνη πάντως πρέπει να ληφθεί υπόψη και η σημαντική υποχώρηση της επανάστασης με την ήττα στο Πέτα (Ιούλιος 1822), την συνθηκολόγηση και αποχώρηση των Σουλιωτών (Αύγ. – Σεπ. 1822), την ανεμπόδιστη προέλαση των οθωμανικών δυνάμεων ως τα τείχη του Μεσολογγίου (Οκτ. 1822) και τα καπάκια των σημαντικότερων οπλαρχηγών (Βαρνακιώτης, Μπακόλας, Κουτελιδαίοι, Ίσκος, Ράγκος).

Τέλη Οκτωβρίου 1822, ο Γιαννάκης Ράγκος και άλλοι προσκυνημένοι αρματολοί μετείχαν στην εκστρατεία του Ομέρ Βρυώνη, του Ισμαήλ πασά Πλιάσα και του Μεχμέτ Ρεσίτ πασά (ή Κιουταχή) για την καθυπόταξη του Μεσολογγίου. Αρκετοί όμως από τους «προσκυνημένους» αρματολούς, μεταξύ αυτών ο Γιαν. Ράγκος και ο Α. Ίσκος, εγκατέλειψαν του Οθωμανούς προς το τέλος του χρόνου και επέστρεψαν στην ελληνική πλευρά.

Αντίθετα, άλλοι οπλαρχηγοί διατήρησαν τις συμφωνίες τους με τις οθωμανικές αρχές. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Ν. Στορνάρης, ο Γώγος Μπακόλας και οι Κουτελιδαίοι, δηλαδή οι αρματολοί τεσσάρων γειτονικών αρματολικιών ανάμεσα στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη δυτική Ρούμελη, οι οποίοι διατηρούσαν σχέσεις συμμαχίας που στηρίζονταν σε δεσμούς συγγένειας και επιγαμιών. Οι εν λόγω αρματολοί πάντως δεν είχαν διακόψει την επικοινωνία τουςκαι με την ελληνική πλευρά. Σε κάποιες περιπτώσεις προσέφεραν βοήθεια στις ελληνικές επιχειρήσεις, χωρίς ωστόσο να συμμετέχουν αυτοπροσώπως και με όλες τι δυνάμεις τους στις μάχες και ιδίως στην πολιορκία τουΜεσολογγίου.

Φαίνεται μάλιστα ότι ο Ν. Στορνάρης και ο Γ. Καραϊσκάκης, εκτός από τις επίσημες συμφωνίες που επικυρώθηκαν από τον Χουρσίτ πασά, προχώρησαν αμέσως μετά σε ξεχωριστές συμφωνίες και με τον δερβέναγα των Τρικάλων. Ο συγκεκριμένος δερβέναγας επόπτευε τα δύο αρματολίκια καιήταν κατά κάποιο τρόπο κι αυτός παράγοντας της περιοχής. Γνώριζε δηλαδή καλά τα πρόσωπα και τις σχέσεις ανάμεσά τους και αντιλαμβανόταν την πολυπλοκότητα των καταστάσεων που έπρεπε να χειριστεί.

Στις αρχές του 1823, λοιπόν, ο Γ. Καραϊσκάκης διατηρούσε με «την σπάθην» του την κυριαρχία του στα Άγραφα. Αυτό είχε συμβεί με την απόκρουση ενός τμήματος των Οθωμανώνστο Σοβολάκο μετά την ήττα τους στο Μεσολόγγι. Με τον ίδιο τρόπο εκδίωξε τον Απρίλιο 1823 και μια ομάδα στρατιωτών του Κίτσου Τζαβέλα που επιχείρησαν να εισχωρήσουν στα Άγραφα (για πλιάτσικο ή να εκβιάσουν για να ενταχθούν στις δυνάμεις του αρματολικιού).

Το καλοκαίρι του 1823, όμως, η κατάσταση είχε αντιστραφεί. Ήταν ο οθωμανός αξιωματούχος Μαχμούτ πασάς της Σκόδρας που ήθελε να περάσει από τα αρματολίκια και ανακοίνωνε τους όρους του: «όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου». Η επιστολή του πασά δεν ήταν μια πρόσκληση για διαπραγματεύσεις. Ήταν ένα τελεσίγραφο που έληγε σε δεκαπέντε ημέρες και απαιτούσε υποταγή απειλώντας με πόλεμο. Ο Γ. Καραϊσκάκης αρνήθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα, οπισθοχωρώντας προς το Καρπενήσι, μετά από κάποιες μικρές συγκρούσεις κατά το τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου 1823 που διευκόλυναν τους κατοίκους των Αγράφων να απομακρυνθούν προς ασφαλέστερες περιοχές.

Στα τέλη Αυγούστου 1823 επέστρεψε για λίγες ημέρες στα Άγραφα και ίσως προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τις οθωμανικές αρχές προκειμένου να επαναδιαπραγματευτεί τη θέση του ως αρματολού. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε από τις πηγές για την παρουσία του εκείνες τις ημέρες στα Άγραφα και για το αν τελικά «προσκύνησε» είναι αντιφατικές. Το βέβαιο είναι ότι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και προς τα τέλη Σεπτεμβρίου 1823 ή στις αρχές Οκτωβρίου 1823 εγκατέλειψε τα Άγραφα και πήγε στα Επτάνησα αναζητώντας θεραπεία. Αρχικά πήγε στην Ιθάκη και μετά την άρνηση των αρχών να τον δεχθούν πέρασε για λίγο στον Κάλαμο, όπου βρισκόταν η οικογένειά του. Από εκεί πήγε στην Κεφαλονιά, και τελικά έγινε δεκτός στο λοιμοκαθαρτήριο.

Ο Γιαννάκης Ράγκος επεδίωξε να αναγνωριστεί ξανά από την ελληνική Διοίκηση ως στρατιωτικός αρχηγός της επαρχίας, αντί του Γ. Καραϊσκάκη. Κατάφερε να πάρει μαζί του τοπικούς παράγοντες των Αγράφων οι οποίοι τον Δεκέμβριο του 1823 έστειλαν αναφορές προς την ελληνική Διοίκηση, στις οποίες ο Γ. Καραϊσκάκης χαρακτηρίζεται «δεύτερος Ιούδας» και «ανθρωπόμορφος λύκος», και ζητούσαν ως στρατιωτικό αρχηγό τον «ελευθερωτήν της πατρίδος» Γιαννάκη Ράγκο.

Η επίλυση του ανταγωνισμού για το αρματολίκι των Αγράφων περιήλθε λοιπόν στη δικαιοδοσία της Διοίκησης με τη σύμφωνη γνώμη και χάρη σε ενέργειες και του Γιαν. Ράγκου και του Γ. Καραϊσκάκη, που επιζητούσαν αμφότεροι τη στήριξή της.

Όταν λοιπόν ο Γ. Καραϊσκάκης εγκατέλειψε την Κεφαλονιά δεν πήγε στα Άγραφα για να ανακαταλάβει το αρματολίκι του αλλά στο Μεσολόγγι. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν στο πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της ελληνικής επανάστασης στη δυτική Ρούμελη. Ωστόσο, οι προσπάθειές του δεν αποδείχτηκαν αποτελεσματικές. Οι αποφάσεις της Διοίκησης για το αρματολίκι των Αγράφων ήταν ευνοϊκές για τον Ράγκο.

 

Γεώργιος Καραϊσκάκης, ελαιογραφία του Γ. Μαργαρίτη

 

 

3.    Σύγκρουση με τον Μαυροκορδάτο – Καταδίκη για προδοσία

Αρχές του 1824 ο Μαυροκορδάτος αποφάσισε να οργανώσει εκστρατεία στις ορεινές επαρχίες της Άρτας που ήταν «προσκυνημένες» από το 1822. Στα σχέδια της εκστρατείας δεν περιλαμβανόταν οι δυσαρεστημένοι με τον Μαυροκορδάτο οπλαρχηγοί και συμπαθούντες τους προσκυνημένους αρματολούς Μπακόλα, Κουτελιδαίους κτλ. όπως ο Γ. Καραϊσκάκης. Ο Κασομούλης μεταφέρει ένα διάλογο του Καραϊσκάκη με τους οπλαρχηγούς που  συμμετείχαν στην εκστρατεία για τον τρόπο που αναφέρεται για τον Μαυροκορδάτο απευθυνόμενος στον Νότη Μπότσαρη.«-Ποία Κυβέρνησις, Καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ εφέντη, ο τεσσερομμάτης; Ποίοι τον έκαμαν Κυβέρνησιν; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν».

Οι σχέσεις του Γ. Καραϊσκάκη με τη Διοίκηση επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο τον Απρίλιο 1824, εξαιτίας ορισμένων βίαιων περιστατικών στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι, όπως η σύλληψη δύο προεστών από στρατιώτες του Καραϊσκάκη και η κατάληψη της νησίδας Βασιλάδι. Νωρίτερα συνελήφθη κάποιος Βουλπιώτης με επιστολές του Γ. Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη, - μάλλον ραδιουργία επειδή ο Κ. Βουλπιώτης ήταν συγγενής του Γ. Ράγκου - και υποστήριξε ότι τον είχε στείλει ο Γ. Καραϊσκάκης στα Ιωάννινα για να διαπραγματευτεί με τον πασά την καταστολή της ελληνικής επανάστασης στη δυτική Ρούμελη.

Τελικά, ο Γ. Καραϊσκάκης πείστηκε να απελευθερώσει τους προεστούς, απέσυρε τους στρατιώτες του από τις οχυρές θέσεις που είχαν καταλάβει και αποδέχτηκε την προσαγωγή του σε «δίκη», στα τέλη Μαρτίου 1824, από «επιτροπή, τόπον επέχουσα στρατιωτικού δικαστηρίου», όπως σημειώνεται στο καταδικαστικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά του Μεσολογγίου (φ. 30,12 Απριλίου 1824) με τίτλο «Προκήρυξιsτων εγκλημάτων του Καραϊσκάκη». Τους ρόλους του κατήγορου και του δικαστή ανέλαβαν στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες της δυτικής Ρούμελης που ήταν στην πλειονότητά τους φίλοι του Αλ. Μαυροκορδάτου ή, στη συγκυρία αυτή, δεν θέλησαν να αντιταχθούν στην πολιτική του. Ο Ν. Κασομούλης, που εκτελούσε χρέη πρακτικογράφου, μετέφερε στα απομνημονεύματά του πολύτιμες πληροφορίες για τη διαδικασία αυτή. Η «Προκήρυξιsτων εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», προέβλεπε ότι: «είναι διωγμένος από την πατρίδα, και δεν έχει καμμίαν εξουσίαν παρά της διοικήσεως, μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. [...] Πάντες δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν ενόσω να μετανοήση και να προσπέση ειςτο έλεος του έθνους και ζητήση συγχώρησιν».

Την επόμενη ημέρα, στις 3 Απριλίου 1824, ο Γ. Καραϊσκάκης, που εξακολουθούσε να είναι άρρωστος και με δυσκολία μπορούσε να μετακινηθεί, αναχώρησε από το Αιτωλικά με ένα μέρος των στρατιωτών του και κατευθύνθηκε προς τον Βάλτο. Εκεί, βοηθούμενος από τον Α. Ίσκο, τους Μπακολαίους και τους Κουτελιδαίους, συγκέντρωσε ένα σώμα εξακοσίων περίπου στρατιωτών και κατευθύνθηκε προς τα Άγραφα με στόχο να καταλάβει το αρματολίκι, «για να βαρέσει Τούρκους» όπως υποστήριζε. Ωστόσο, σε επιστολή του προς τον δερβέναγα Τρικάλων, στις 5 Μαΐου 1824, δήλωνε την πρόθεσή του να ανακτήσει το αρματολίκι, και του ζητούσε να συναντηθούν και να συζητήσουν του όρους της αναγνώρισής του από τιςοθωμανικές αρχές. Αλλά την εποχή εκείνη ο δερβέναγας δεν επιθυμούσε την επιστροφή ταυ Γ. Καραϊσκάκη στα Άγραφα. Σε επιστολή του προς τον Ν. Στορνάρη, έγραφε: «Εγώ αυτουνού του γύφτου και του χαΐνη δεν του δίδω ούτε καλύβα, όχι Άγραφα».

Η ελληνική Διοίκηση ανέθεσε στον Ν. Στορνάρη, Γ. Ράγκο, Γ. Τσόγκα, οι οποίοι μαζί με άλλους προσκυνημένους οπλαρχηγούς των Αγράφων και τον Δερβέναγα των Τρικάλων συντόνιζαν την εκδίωξη του. Στην κρίσιμη μάχη που έγινε μέσα Μαΐου 1824 στο μοναστήρι της Βράχας, ο Καραϊσκάκης βρέθηκε περικυκλωμένος από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και με δυσκολία κατάφερε να διαφύγει στο Καρπενήσι.

Στο Καρπενήσι βρίσκονταν τα στρατιωτικά σώματα του Α. Ίσκου, του Γ. Γιολδάση και άλλων οπλαρχηγών και με την παρουσία τους απέτρεψαν την περαιτέρω καταδίωξη του Γ. Καραϊσκάκη. Μάλιστα, έστειλαν επιστολές, με τιςοποίες κατέστησαν σαφές και στον Αλ. Μαυροκορδάτο ότι ήταν πεισμένοι για την αθωότητα και τον πατριωτισμό του Γ. Καραϊσκάκη, και ότι θα τον βοηθούσαν να το αποδείξει.

Υπό την πίεση των οπλαρχηγών ο Μαυροκορδάτος, που την ημέρα αποχώρησης του Καραϊσκάκη από το Αιτωλικό είχε απειληθεί από τον οξύθυμο οπλαρχηγό «εσύ την προδοσίαν μου την έγραψες στο χαρτί, και εγώ ογλήγορα ελπίζω να σου την γράψω σττο μέτωπο σου», ζήτησε μόνο επιστολή συγνώμης, όπως προέβλεπε άλλωστε και η καταδικαστική «προκύρηξις». Τελικά ο Καραϊσκάκης έστειλε μια επιστολή «εμένα η κακή τύχη μου και αρρώστησα οπίσω. δεν ηξεύρω κιόλα από τα κρύα τα πολλά ήταν, ή από τόσους αφορισμούς όπου μου εκάμετε, και σε παρακαλώ να με συγχωρέση η Διοίκησις, και όλοι οι χριστιανοί, και να μου σταλθή και μία ευχή συγχωρητική παρά του αρχιερέως». Όταν έλαβε την επιστολή ο Μαυροκορδάτος πρέπει να ένοιωσε ικανοποιημένος και έγραψε με ένα ύφος που δεν το συνήθιζε «μου έφεραν τα γράμματα των στρατηγών και εν του Καραϊσκάκη, ο οποίος με συγχώρεσιν είναι χεσμένος».

Τελικά, ο Γ. Καραϊσκάκης, με τη μεσολάβηση του Α. Ίσκου και άλλων οπλαρχηγών, πήγε στο Ναύπλιο, πιθανώς το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου 1824, και έγινε δεκτός από τη Διοίκηση. Παρά τις επιστολές του Αλ. Μαυροκορδάτου και των προσκείμενων σε αυτόν οπλαρχηγών,με παρέμβαση του Κωλέττη τελικά ο Γ. Καραϊσκάκης αμνηστεύτηκε, ανέκτησε τον στρατιωτικό του βαθμό και τοποθετήθηκε στα στρατόπεδα της ανατολικής Ρούμελης.

 


Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865). Επιζωγραφισμένη λιθογραφία

 

 

4.    Συνοπτική αναφορά μετά το 1825

Προτιμήσαμε να φωτίσουμε την άγνωστη βιογραφία του Γ. Καραϊσκάκη μέχρι το 1824, όταν ως κλεφταρματολός η μοναδική του έγνοια ήταν το αρματολίκι του.

Το υπόλοιπο βιογραφικό του μετά το 1824, ας το πούμε «ηρωικό», ανήκει στην επίσημη ιστορία της Ελλάδος, αυτή που μαθαίνουμε από τα σχολικά βιβλία, που συνοπτικά έχει ως εξής.

Μετά τον Ιούνιο 1824 συμμετέχει στις εμφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο στο πλευρό της Διοίκησης.

Το 1825 αρχικά συμμετέχει στην άτυχη μάχη με τις δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά στο Κρεμμύδι Μεσσηνίας. Μετά τον Απρίλιο επιστρέφει στη Ρούμελη και του ανατίθεται η διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων για την άρση της πολιορκίας του Μεσολογγίου.

Το 1826, μετά την πτώση του Μεσολογγίου, τοποθετείται επικεφαλής των στρατιωτικών σωμάτων που εκστράτευσαν στην Αττική και στη συνέχεια ορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Ρούμελης. Τον Οκτώβριο ξεκινά την εκστρατεία της Ρούμελης και πέτυχε σημαντικές νίκες στην Αράχοβα και στο Τουρκοχώρι.

Αρχές του 1827 νίκη των δυνάμεων του Καραϊσκάκη στις συγκρούσεις στο Δίστομο. Εμπεδώνεται η στρατιωτική κυριαρχία της ελληνικής πλευράς στις περισσότερες επαρχίες της Ρούμελης. Μετά, τον Φεβρουάριο 1827 επιστρέφει στην Αττική και ανασυγκροτεί τις ελληνικές δυνάμεις με κέντρο τα στρατόπεδα του Φαλήρου και του Κερατσινίου με σκοπό να διαλύσουν την πολιορκία της Αθήνας από τις οθωμανικές δυνάμεις.

Στις 22 Απριλίου 1827 τραυματίζεται θανάσιμα στο Φάληρο σε αψιμαχία με τις τουρκικές δυνάμεις. Για πολλούς έπεσε στο πεδίο της μάχης από εχθρικά πυρά και για άλλους από Έλληνες που ενεργούσαν για λογαριασμό των αντιπάλων του.

Ο Κολοκοτρώνης που τον αγαπούσε σαν παιδί του, τον είχε προειδοποιήσει να φυλάγεται και να μην διακινδυνεύσει τη ζωή του σε ασήμαντες αψιμαχίες, διότι ήταν ηγέτης και από αυτόν εξαρτιόταν το ασκέρι του και ο αγώνας. Δυστυχώς ο Ρουμελιώτης ήρωας διάβασε το γράμμα του γέρου όταν ξεψυχούσε.

Ο Καραϊσκάκης πέθανε ανήμερα της γιορτής του στις 23 Απριλίου 1827 και θάφτηκε όπως επιθυμούσε στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Λίγο νωρίτερα είχε πληροφορηθεί το θάνατο της γυναίκας του της Γκόλφως.

Το 1835 τα οστά του Καραϊσκάκη μεταφέρονται από τη Σαλαμίνα στο Φάληρο, σε δημόσια τελετή στην οποία παραβρέθηκε το βασιλικό ζεύγος.

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο Νερόμυλος δημιουργήθηκε το 2000 απο τον...

"Το ζεύκι"

Παρουσίαση ταβέρνας "Το ζεύκι" στον Βαθύκαμπο Άρτας    

Άραχθος Χαγιάτι

Άραχθος Χαγιάτι

Το Ξενοδοχείο ''Άραχθος Χαγιάτι'' βρίσκεται στην Φτέρη...

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Επισκεφθήκαμε το οινοποιείο του Κώστα Βασιλείου στον...

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτ…

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτσου

Τις Απόκριες επισκεφτήκαμε και εμείς το καφενείο...

kalesma