Τρίτη, 31 Ιανουαρίου 2017 14:56

Μικρές στιγμές-τεύχος 196,Ιαν.2017

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

 

  Έβρεχε ασταμάτητα από το πρωί.  Έσμιξε ο ουρανός με τη γη και νερένιες κουρτίνες  απλώνονταν από πάνω ως κάτω. Ο ορίζοντας στένευε, το Ξηροβούνι  και τα Τζουμέρκα χάνονταν καλυμμένα πίσω από ένα γκρίζο πέπλο.  Κάποτε ξάνοιγε λιγάκι ο ορίζοντας, για να ξανακλείσει όμως και  πάλι  γρήγορα. Από το πρωί  είχες την αίσθηση  πως, όπου να ’ναι,   σε λίγο θα  σουρουπώσει.  

 

   Έπιασε η βροχή από την Κυριακή το βράδυ. Η Δευτέρα  κύλησε κι αυτή βροχερή, αλλά η Τρίτη ξημέρωσε  αγριεμένη. Όλα τα  δελτία καιρού έλεγαν πως η επόμενη, η Τετάρτη, θα ήταν ακόμα πιο δύσκολη μέρα.

 

  Είναι τύχη  να βρίσκεσαι  τέτοιες μέρες στο χωριό.  Αν τύχει δε και δεν έχεις πολλές σκοτούρες στο κεφάλι σου, τότε αυτές οι μέρες αγγίζουν την ευτυχία!  Κάθεσαι δίπλα στο τζάκι κι απολαμβάνεις το χαλασμό που γίνεται έξω, νιώθοντας την ζεστασιά της εστίας και την ευλογία της στέγης που κρατάει στεγνό το κεφάλι σου. Αυτά τα πρωτόγονα ένστικτα που στην πόλη τα έχουμε ευνουχισμένα, εδώ στο χωριό επανέρχονται ακέρια και παίρνουν τη φυσική τους διάσταση.

 

 Δεν είμαι απ’ αυτούς που, τέτοια μέρα, μπορώ να κάτσω σπίτι μου. Θέλω να βγω στα στέκια του χωριού μας, να πιω εκεί τον δεύτερο καφέ μου. Ξέρω πως  θα βρω παρέα και πως, μετά τον καφέ, θα ακολουθήσουν τα τσίπουρα. Ανεκτίμητες στιγμές χαλάρωσης. Τέτοιες στιγμές είναι που λες: «πολλά δε θέλει ο άνθρωπος…»

 

Φτάνοντας κάθισα δίπλα στο τζάκι έχοντας μπροστά μου το παράθυρο. Η τηλεόραση δεν είχε και τίποτα το ενδιαφέρον. Ήταν βέβαια η μέρα των αμερικάνικων εκλογών, αλλά όλες οι αναλύσεις προεξοφλούσαν την επικράτηση της Χίλαρι Κλίντον έναντι του Τραμπ. Έκλεισε κάποια στιγμή από μόνη της και δεν ξανάνοιξε. Κανείς δεν φάνηκε να στενοχωριέται, ούτε  κανείς ξανασχολήθηκε  μαζί της.

 

  Παρότι ήταν μαζεμένα πεντέξι άτομα και κουβεντιάζαμε, ο ήχος της βροχής έφτανε καθαρά ως τ’ αυτιά μου κι  από εκεί πλημμύριζε το κεφάλι μου και δημιουργούσε  συνειρμούς. Φανταζόμουνα τους ήχους της βροχής ως ήχους μιας   Συμφωνικής ορχήστρας της φύσης, στην οποία βάλθηκε να συμμετέχει όλη η πλάση. Ένιωθα ένα μούδιασμα, σαν δέος, να πλανιέται  στην ατμόσφαιρα του μαγαζιού  και οι κουβέντες μας έβγαιναν λίγες και χαμηλόφωνες, πράγμα πολύ σπάνιο για το χωριό μας. Κάποιος είπε για τον Άραχθο που κατέβαζε και φούσκωνε ώρα με την ώρα, άλλος για τα πλημμυρισμένα με νερό χωράφια κι ένας τρίτος για κάποια σπουργίτια που  τρύπωσαν να προφυλαχτούν στο απέναντι υπόστεγο.  Η  Φύση μάς επιβαλλόταν τούτη τη μέρα κι ήταν πολύ δύσκολο να της ξεφύγεις. Άλλωστε, δεν ήθελες και να ξεφύγεις…

 

  Εγώ μίλησα για την  ευχαρίστηση  με την οποία απολαμβάνω το τσιπουράκι μου μια τέτοια μέρα. Ο Θεός, τέτοιες μέρες, δεν τις προορίζει για δουλειά. (Αν ήθελε να δουλέψουμε, θα μπορούσε  να μη βρέχει!) Έλεγα επίσης και για την ευλογία να μπορείς να είσαι όλο το Νοέμβριο στο χωριό μας. Για να απολαύσεις  τα κιτρινωπά, τα κοκκινωπά, τα μαβιά και τα πορτοκαλένια  χρώματα της φύσης! Τη μουσικότητα της βροχής την κράτησα για τον εαυτό μου. Δεν είχα τα κατάλληλα λόγια για να μπορώ να την περιγράψω!

 

  Μετά τα τσίπουρα είναι απαραίτητη μια βόλτα ως τη γέφυρα Τζαρή. Είναι το ιδανικότερο σημείο να σταθείς  και ν’ απολαύσεις τον Άραχθο πλημμυρισμένο. Αυτές τις «κατεβασιές» του, που  ακούς να σκάνε  τα νερά πάνω στα πέδιλα της γέφυρας και να τρίζουν  ελαφρά τα θεμέλια της. Άθελά σου σε πιάνει ένα σφίξιμο κι αναρωτιέσαι: «λες, να μην είναι τόσο στέρεο το γεφύρι;» Όμως τα κούτσουρα και οι κορμοί  των δέντρων που περνάνε, το ένα πίσω από το άλλο, τραμπαλίζοντας στον κυματισμό των νερών,  σε καθηλώνουν και υπερνικούν τους δισταγμούς σου.

 

 Εκείνη τη μέρα και τη νύχτα η βροχή δεν κόπασε καθόλου. Μετά τον απογευματινό υπνάκο ακολούθησε η βραδινή έξοδος και η συνήθης νυχτερινή τελετουργία. Μακρόσυρτος καφές για να περάσει και λίγο η ώρα, για να τσιμπήσουμε μετά  κανένα μεζέ και να πιούμε κανα  κρασάκι.

 

 Κόντευαν πια μεσάνυχτα, όταν γύρισα σπίτι. Έριξα κούτσουρα στο τζάκι που σιγόκαιγε κι άνοιξα την τηλεόραση. Είπα να παρακολουθήσω τα νέα  για τις αμερικάνικες εκλογές.

Είδα για  κάμποση ώρα, αλλά το ενδιαφέρον γρήγορα ξεθύμανε.  Όλα αναμενόμενα. Η Χίλαρι  φαινόταν να κερδίζει τη μάχη των εκλογών. Έκλεισα την τηλεόραση.

 

  Ήμουνα μόνος μου και θα πήγαινα για ύπνο, αλλά με κράτησε ξύπνιο η ένταση της βροχής  και κάποια μπουμπουνητά που  ακούγονταν να πυκνώνουν. Βγήκα έξω να δω τι γίνεται, αλλά το σκοτάδι δε μ’ άφηνε να ξεχωρίσω τίποτα. Όμως αφουγκράστηκα έναν ήχο που ερχόταν από τον ουρανό. Τα σύννεφα βούιζαν κι ακουγόταν όλο αυτό βαρύ, σαν μια απειλή που  πλησιάζει.  Έκλεισα την πόρτα και κούρνιασα  κοντά στο τζάκι. Τα μπουμπουνητά δυνάμωναν, αλλά ο ήχος τους δεν έμοιαζε με αυτόν που ξέρουμε από τις  καλοκαιρινές καταιγίδες. Ήταν χαμηλότερος σε ένταση, αλλά βαρύς και παρατεταμένος. «Θεέ μου, τι είναι αυτό που έρχεται!» σκέφτηκα.

 

 Το πατρικό μου σπίτι είναι έξω από τον οικισμό, μέσα σ’ ένα δάσος από δέντρα. Το πιο κοντινό κατοικήσιμο σπίτι είναι κοντά στο χιλιόμετρο. Δεν φοβάμαι την επαφή με τη φύση. Όμως εκείνη την ώρα, ασυναίσθητα πέρασε από το μυαλό μου η ανθρώπινη συντροφιά. «Εδώ σε θέλω», είπα μέσα μου και δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτε άλλο. Ξέσπασε ο «τυφώνας».

 

 Αέρας, νερό και μπουμπουνητά μαζί. Τέτοιος αέρας που νόμιζες θα πάρει τη σκεπή του σπιτιού. Μια σκεπή απλή, από ξύλα και κεραμίδια, που ένιωθες πως μπορεί να την ξεριζώσει και να την πάρει μαζί του. Και νερό, πολύ νερό. Βγήκα ξανά έξω να  δω. Με το που άνοιξα την πόρτα, βράχηκα ολόκληρος. Έριχνε το νερό, λες και κάποιος το πέταγε με τον τενεκέ. Ο αέρας το ’παιρνε και το στριφογύριζε παντού.  Κοντά σ’ αυτό, άλλη ανησυχία με πλημμύρισε. Δίπλα στο σπίτι μου  είχα φυτέψει παλιά ένα έλατο, το οποίο με τα χρόνια θέριεψε. Παρότι έκοψα την κορφάδα του και το έδεσα μ’ ένα λεπτό συρματόσχοινο, ο αέρας το πήγαινε πέρα δώθε. «Πάει, δεν την γλιτώνω απόψε», σκέφτηκα. «Αν δεν πάρει ο αέρας τη σκεπή, θα πέσει πάνω της το έλατο και θα την γκρεμίσει».

 

  Ανησύχησα πολύ, μπορώ να πω ότι φοβήθηκα. Και τότε  μια παρόρμηση ξεπετάχτηκε  από μέσα μου. Μια αδρεναλίνη πρωτόγνωρη. Να πεταχτώ έξω, όπως ήμουν, να σταθώ μες στον κατακλυσμό και να ουρλιάξω. Να ουρλιάξω μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Να γίνω λύκος και να  πετάξω από μέσα μου κάθε τι  αδύναμο κι  ενοχλητικό . Να γίνω ένα μ’ αυτό το χαλασμό και να εξαγνιστώ σε τούτη την πρωτόγνωρη συντέλεια της Φύσης. Τελικά επικράτησαν οι αγωνίες και οι φόβοι μου κι έμεινα καθηλωμένος δίπλα στο τζάκι. Από τη μια να με εξιτάρει  αυτό που γινόταν έξω κι από την άλλη να το φοβάμαι και να περιμένω να τελειώσει.

 

 Ευτυχώς κράτησε μόνο 25 λεπτά! Κόπασε σχεδόν απότομα, όπως ήρθε. Άκουσα τα μπουμπουνητά να ξεμακραίνουν και να τραβάνε προς την ανατολή. Περίμενα κανένα δεκάλεπτο για να σιγουρευτώ ότι τελείωσε και βγήκα έξω. Η βροχή συνέχισε να πέφτει, αλλά  δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που έγινε πρωτύτερα. «Θεέ μου, τι ήταν αυτό που πέρασε;» αναρωτήθηκα. «Δεν θυμάμαι ποτέ κάτι αντίστοιχο…»

 

 Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα έναν ταραγμένο ύπνο. Το  πρωί έμαθα τα νέα. Αρκετά δέντρα ξεριζώθηκαν στο χωριό,  ζημιές έγιναν από τον αέρα, νερό μπήκε  από τις σκεπές σε κάποια σπίτια… Τελευταίο έμαθα και τούτο: Τελικά, βγήκε  ο Τραμπ στην Αμερική…

 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου,  ένα ολιγόλεπτο ξάνοιγμα του καιρού! Η φωτογραφία είναι του Λεφτέρη

 

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο νερόμυλος του Κρυονερίου

Ο Νερόμυλος δημιουργήθηκε το 2000 απο τον...

"Το ζεύκι"

Παρουσίαση ταβέρνας "Το ζεύκι" στον Βαθύκαμπο Άρτας    

Άραχθος Χαγιάτι

Άραχθος Χαγιάτι

Το Ξενοδοχείο ''Άραχθος Χαγιάτι'' βρίσκεται στην Φτέρη...

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Οινοποιείο Κώστα Βασιλείου

Επισκεφθήκαμε το οινοποιείο του Κώστα Βασιλείου στον...

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτ…

Καφενείο πλατείας Ναζαίων Κώστα Καλιακάτσου

Τις Απόκριες επισκεφτήκαμε και εμείς το καφενείο...

kalesma