Μικρές Στιγμές- τεύχος 195, Σεπ. 2016
Ένα μεσημέρι του Αυγούστου
Αυγουστιάτικο μεσημέρι στο χωριό κι ο ήλιος πύρωνε καθετί που ακουμπούσε. Παρότι καθόμασταν στον ίσκιο, νιώθαμε τη δυσφορία της κάψας, με τον ιδρώτα να μη λέει να στεγνώσει. Περιμέναμε πώς και πώς ν’ ανασάνει λίγος αέρας, να πάρουμε μια στιγμιαία φρεσκάδα, προτού ξανακυλήσουμε στην ίδια δυσφορία. Στο μεταξύ δροσίζαμε τη φλόγα με κρύες μπύρες σε παγωμένα ποτήρια. Οι μπύρες, σε τέτοιες συνθήκες, δεν είναι και το καλύτερο δυνατό, αλλά κανείς μας δεν αποφάσιζε να πει όχι, «σε μία ακόμα...».
Η παρέα, καμιά δεκαριά άτομα, από πενήντα χρονών μέχρι τα εξήντα πέντε. Δε θέλει και πολύ σε μια τέτοια καλοκαιρινή συνεύρεση να πάει η κουβέντα πίσω στα παιδικά χρόνια. Η διήγηση περιείχε διάφορες ευτράπελες σκηνές από καλοκαιρινά μεσημέρια μιας άλλης εποχής. Διηγούνταν, κάποιος από την παρέα, το πώς οι γονείς του τον πίεζαν για υποχρεωτική μεσημεριανή ξάπλα και τα κόλπα που μεταχειριζόταν κάθε φορά για να το σκάσει. Εγώ, τους έλεγα για το ελεύθερο που είχα τα μεσημέρια να γυρνάω –και συνήθως στα ρέματα τριγυρνούσαμε-, φτάνει το απόγευμα να ήμουν σπίτι για να βοσκήσω πεντέξι κατσίκες που είχαμε. Ομηρικούς καυγάδες έστηνα με τη μάνα μου, γιατί το απόγευμα ήταν η ώρα που οι συνομήλικοι έπαιζαν μπάλα…
Τέτοιες κουβέντες λέγαμε εκείνο το μεσημέρι. Ίσως βαρετές για τρίτους, αλλά για εμάς είναι στιγμές από τα παιδικά μας χρόνια και χαϊδεύουν νοσταλγικά την ψυχή μας. Τότε, η ευτυχία ήταν πολύ απλή και συγκεκριμένη. Μπορούσες να την ακουμπήσεις. Αρκεί, να έπειθες τη μάνα σου να μην πας με τις κατσίκες το απόγευμα και να πας για μπάλα! Αρκεί, να ξεγλίστραγες από το μεσημεριανό ύπνο, χωρίς να υποστείς τις συνέπειες!
Το μαγαζί, παρότι μεσημέρι ήταν γεμάτο κόσμο. Σ’ ένα τραπέζι πιο πέρα από μας καθόταν τρία άτομα, παρόμοιας ηλικίας με τη δική μας. Οι δυο απ’ αυτούς είναι συνταξιούχοι. Σε κάποια στιγμή άκουσα τον έναν απ’ τους δυο να διαμαρτύρεται επιτακτικά στην κοπέλα που μας σέρβιρε, γιατί αργούσε να έρθει ο «μεζές». Είχε ένα αυθάδικο ύφος στη συμπεριφορά του, στο στυλ: «αφού πληρώνω, απαιτώ να έχω τα πάντα αμέσως…».
Τέτοιες συμπεριφορές, δεν είναι σπάνιες, σε όσους σερβίρουν. Συνήθως τα γκαρσόνια τις προσπερνάνε, σιχτιρίζοντας από μέσα τους τον πελάτη. Η κοπέλα που μας σέρβιρε ήταν καινούρια κι έδειξε να στενοχωριέται. Με χάλασε που είδα αυτή τη συμπεριφορά. Πρωτίστως επειδή προερχόταν από άτομο της γενιάς μου, το οποίο το θεωρούσα και φιλότιμο. Δεν γνώριζα την κοπέλα που μας σέρβιρε, αλλά ήξερα ότι έχει αρκετές σπουδές στο βιογραφικό της. Όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα καλλιεργημένο άτομο. Δεν έχω κάποιο κόλλημα με τα πτυχία. Νομίζω, ότι η εσωτερική καλλιέργεια και η ευγένεια του ανθρώπου είναι ασύγκριτα σπουδαιότερες από τα όποια πτυχία. (Άλλωστε κι ο συγκεκριμένος που αυθαδίασε πτυχιούχος είναι…) Όμως, όταν κάποιος έχει πτυχία και δουλεύει ως σερβιτόρος, του οφείλουμε έναν παραπάνω σεβασμό. Το σεβασμό που δικαιούται ως εργαζόμενος, αλλά και μια επιπλέον αναγνώριση. Για τον κόπο που έκανε ν’ αποκτήσει αυτά τα πτυχία. Τα οποία δεν τα χρειάζεται, για να μπορεί να σερβίρει.
Υπάρχουν σήμερα στη χώρα μας νέοι που προσπαθούν και παλεύουν με κάθε τρόπο. (Συμφωνώ ότι δεν το πράττουν όλοι οι νέοι και δε χρειάζεται να κολακεύουμε συλλήβδην τη νεολαία ). Όμως αυτοί οι νέοι που προσπαθούν, παλεύουν σε συνθήκες απείρως δυσκολότερες απ’ αυτές που αντιμετωπίζαμε εμείς στην ηλικία τους. Για μας τα πράγματα ήταν πολύ πιο εύκολα. Με λίγες σπουδές μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε το διορισμό στο δημόσιο με επετηρίδα. Για να μην πω ότι, συχνά, δε χρειαζόταν ούτε ιδιαίτερες σπουδές, αλλά αρκούσαν οι πολιτικές γνωριμίες για να εξασφαλίσεις κανείς μια μόνιμη θέση σε κάποιον οργανισμό... Αλλά και για όσους δε θέλησαν το δημόσιο ή αντιστάθηκαν συνειδητά στα «ρουσφέτια», ο ιδιωτικός τομέας πρόσφερε άφθονες ευκαιρίες. Σήμερα η νέα γενιά είναι πολύ πιο μορφωμένη, χωρίς όμως να έχει τις ίδιες ευκαιρίες. Οφείλουμε τουλάχιστον να σεβαστούμε τον δύσκολο αγώνα που κάνουν. Γιατί, αν είναι να σωθεί κάποτε αυτή η χώρα, από αυτούς τους νέους που εργάζονται, θα σωθεί πρωτίστως. Η ασέβεια απέναντί τους, είναι ύβρις.
Δεν ήταν έτσι παλιότερα τα πράγματα. Υπήρχε ένας σεβασμός απέναντι στη γνώση. Τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ακόμα, ο κόσμος σεβόταν τους «μορφωμένους». Ίσως και να τους παρασέβονταν , αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Χάλασε όπως είπα η διάθεσή μου και δε συμμετείχα άλλο στην ομήγυρη. Η συζήτηση ατόνησε, στράφηκε στα πολιτικά. Σε λίγη ώρα φύγαμε, να πάμε σπίτια μας για μεσημέρι. Έφαγα κι ξάπλωσα για το μεσημεριανό ύπνο, αλλά δε με κόλλαγε εύκολα. Τότε θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει παλιότερα, με αφορμή ένα στίχο του Σεφέρη, από το ποίημά του «Ευριπίδης, Αθηναίος». Λέει ο ποιητής: «Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας/ και τα λατομεία της Σικελίας…». Καταλάβαινα τον πρώτο στίχο που αναφερόταν στο έργο του μεγάλου μας τραγικού σε σχέση με τον Τρωικό πόλεμο. Το δεύτερο στίχο με τα λατομεία της Σικελίας χρειάστηκε να τον ψάξω περισσότερο.
Όταν στα 313 π.Χ. οι Αθηναίοι έχασαν και την τελευταία μάχη της εκστρατείας στη Σικελία, οι Συρακούσιοι μαζί με τον Σπαρτιάτη Γύλιππο αιχμαλώτισαν, όσους κατόρθωσαν να γλιτώσουν από τις σφαγές. Περίπου εφτά χιλιάδες αιχμαλώτους τους έκλεισαν στα λατομεία της Σικελίας. Ήταν φρικιαστικές οι συνθήκες κράτησης των αιχμαλώτων, όπως τις περιγράφει ο Θουκυδίδης. Κλεισμένοι σ’ ένα στενό χώρο, χωρίς σκιά, με τον ήλιο του καλοκαιριού να τους κατακαίει κι αργότερα την ψύχρα της φθινοπωρινής νύχτας. Στον καθένα από τους αιχμαλώτους έδιναν ένα κύπελλο νερό και δυο κύπελλα αλεύρι την ημέρα. Πολλοί πέθαιναν από τα τραύματά τους, τις ασθένειες και τις κακουχίες. Το χειρότερο όλων, λέει ο Θουκυδίδης, ήταν οι άταφοι νεκροί. Πατούσαν πάνω στα πτώματα των νεκρών, τους οποίους στοίβαζαν όσο μπορούσαν για να πιάνουν λιγότερο χώρο. Εκεί μέσα, στην ανυπόφορη βρώμα, κάποιοι έζησαν για 8 μήνες. Όσοι επέζησαν πουλήθηκαν ως δούλοι. Κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να ζήσουν κι επέστρεψαν αργότερα στην Αθήνα. Ο Πλούταρχος μας λέει ότι, όσοι επέστρεφαν, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να ψάξουν τον Ευριπίδη στην αγορά, να του φιλήσουν το χέρι, αποκαλώντας τον σωτήρα τους. Τι είχε συμβεί;
Κάποιοι από τους Αθηναίους που πουλήθηκαν ως δούλοι, απήγγειλαν όσους στίχους θυμόταν απέξω από τα έργα του Ευριπίδη. Τα αφεντικά που τους αγόρασαν βλέποντας αυτούς τους ανθρώπους να απαγγέλουν στίχους του Ευριπίδη τους χάριζαν την ελευθερία τους. Θεωρούσαν αδιανόητο να τους υπηρετούν τέτοιοι μορφωμένοι άνθρωποι…Τόση μεγάλη αξία έδιναν στη γνώση! Όλα αυτά σε μια εποχή που η μεταχείριση των αιχμαλώτων ήταν αυτή που περιγράφεται στα λατομεία της Σικελίας από το Θουκυδίδη.
Κόντευε βραδάκι, όταν ξαναπήγα πάλι στον ίδιο χώρο, για ένα καφεδάκι αυτή τη φορά. Η κοπέλα ήταν ακόμα εκεί και μας σέρβιρε τον καφέ…