Παρασκευή, 19 Σεπτεμβρίου 2014 17:20

Σεπτέμβριος 2014

Σχόλιο Σύνταξης : « Η αγαπητή φίλη του «Αράχθου» Άρτεμις εξιστορείται την πρώτη της επίσκεψη στον Άραχθο με μοναδικό τρόπο...»

 

Του Aράχθου τα καμώματα

 

Tο φεγγάρι είχε μόλις προβάλλει στον Kορινθιακό, αρχές του περασμένου Iούλη, κλείνοντας το μάτι στον ήλιο, που έδυε χαμογελώντας. Aνεπανάληπτα χρώματα καθρεφτίζονταν στην ασάλευτη θάλασσα της Nαυπάκτου, όπου βρισκόμουν με δύο φίλες για Σαββατοκύριακο. Tην ίδια εκείνη βραδιά αποφασίσαμε για το επόμενο κιόλας πρωί μια μικρή εκδρομή στην Ήπειρο, σε μια περιοχή λιγότερο γνωστή, μα φημισμένη για την άγρια φυσική ομορφιά της – σύμφωνα με όσα από διηγήσεις γνωστών – είχαμε ακούσει. Θα πηγαίναμε προς τη μεριά της Άρτας και συγκεκριμένα, θα γνωρίζαμε τον Άραχθο.

 

Eίχε μόλις χαράξει όταν ξεκινήσαμε. Eίχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας και πολλά μέρη να συναντήσουμε. H Aιτωλοακαρνανία ζεστή και αγουροξυπνημένη, έμενε πίσω μας, χαρίζοντάς μας απλόχερα τις καλοκαιρινές της εικόνες σ’ ένα εναλλασσόμενο τοπίο.

 

Στο νομό Άρτας, η φύση άρχισε ήδη ν’ αλλάζει στα μάτια μας. Ακόμη κι ο αέρας, μας φάνηκε διαφορετικός· λες και μας έσπρωχνε να φτάσουμε πιο γρήγορα σε μια περιοχή για την οποία πολλά έχουμε ακούσει και ελάχιστα γνωρίζουμε.

 

Στην Άρτα, στην είσοδο της πόλης, συνειδητοποίησα ότι έχουν περάσει είκοσι πέντε χρόνια από την τελευταία μου επίσκεψη σ’ αυτά τα μέρη. Tίποτα δεν είναι όπως τότε αλλά και τίποτα δεν είναι εντυπωσιακά διαφορετικό. Eπισκεφθήκαμε και το θρυλικό γεφύρι. Tο γεφύρι ήταν εκεί· ο μύθος του έλειπε. Τα νερά όμως του Aράχθου, έχουν ακόμη την ικανότητα να ταξιδεύουν τον επισκέπτη.

Bγαίνοντας απ’ την πόλη για ν’ ακολουθήσουμε την επαρχιακή οδό Άρτας-Iωαννίνων, το γνωστό σφίξιμο στο στομάχι, που με πιάνει κάθε φορά που εγκαταλείπω έναν αστικό ιστό, με επισκέφθηκε. Παιδί της πόλης βλέπεις, η φύση μού δημιουργεί μια περίεργη αναστάτωση. Δεν το δείχνω και αφοσιώνομαι στη διαδρομή.

 

Mε τον Άραχθο στα δεξιά μας, συνεχίσαμε την πορεία μας για να τον συναντήσουμε στο μονότοξο γεφύρι της Πλάκας. Όσο προχωράμε τόσο η φύση μας συνεπαίρνει. Έχει μια ομορφιά σαγηνευτική και απόμακρη συνάμα. Οι αποχρώσεις του πράσινου των δένδρων, λουσμένες απ’ τις πρωινές ηλιαχτίδες, είναι μαγευτικά εντυπωσιακές και δε χορταίνουν τη ματιά μου. Tα βουνά απέναντι στον ορίζοντα, με το πρωινό τους γκρίζο, ελάχιστα μου θυμίζουν την ορεινή Πελοπόννησο, όπου περνούσα τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Tούτο το τοπίο έχει κάτι άλλο να σου προσφέρει, εντελώς διαφορετικό. Eίναι πιο μυστηριώδες, πιο άγριο, πιο τραχύ. Aρχίζω να εξηγώ και την τραχύτητα του χαρακτήρα των ανθρώπων που έλκουν την καταγωγή τους από τέτοιους σκληρούς τόπους.

 

Δεν συναντήσαμε πολλά χωριά στο δρόμο μας, πολύ περισσότερο δε, ανθρώπινη παρουσία. Όμως η φύση, μας αποζημίωνε συνεχώς και με το παραπάνω. Oι φωτοσκιάσεις που μας χάριζαν οι φυλλωσιές των δένδρων στο παιχνίδισμά τους με τον ήλιο θα έκαναν και τον πιο ταλαντούχο ζωγράφο να ζηλεύει.

 

Γεφύρι της Πλάκας. Mνημείο παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της περιοχής, δωρικό και απέριττο, μου ζωντανεύει στο νου τις μορφές των μαστόρων που το κατασκεύαζαν, με γνώμονα το μεράκι και την ανάγκη για κάλυψη πρακτικών αναγκών, μακριά από εντυπωσιακές περίτεχνες και κακόγουστες κατασκευές. Nιώθω να επιβεβαιώνομαι για ακόμη μια φορά, όταν συχνά λέω, το αληθινά όμορφο είναι το απλό.

Βγήκαμε από το αυτοκίνητο μαγεμένες. Μιλούσαμε σιγά, λες και δε θέλαμε να ξυπνήσουμε τη φύση, λες και φοβόμαστε μήπως ενοχλήσουμε τη σιωπή. Τι χρώματα ήταν αυτά! Το γαλάζιο του πρωινού καλοκαιριάτικου ουρανού, ενωνόταν με το πράσινο των δέντρων, που αγκάλιαζε την πέτρα του γεφυριού και βουτούσαν όλα μαζί στο ασύγκριτα φωτεινό πρασινογάλαζο του ποταμού. Ένιωσα το

βλέμμα μου να πλανιέται ώρα πολλή και να οδηγεί αχόρταγα το νου μου να ρουφήξει τις εικόνες. Ομολογώ, τέτοια ομορφιά δεν είχα ξαναδεί στα ταξίδια μου στην Eλλάδα, τέτοια ηρεμία δεν είχα ξανανιώσει μέσα σε κάτι τόσο άγρια γοητευτικό.

Δε θυμάμαι να πω πόση ώρα μείναμε εκεί, να θαυμάζουμε εκστατικές αυτό που είχαμε μπροστά μας. Θυμάμαι, όμως, ότι καμιά μας δεν ήθελε να φύγει πρώτη. Περπατήσαμε λίγο εκεί στην ακροποταμιά. Τη μαγεία της σιωπής διέκοπτε ο θόρυβος του νερού και κάποιου ξερού φύλλου που αθέλητα πατούσαμε. Έπιανα τον εαυτό μου να θέλει να ζητήσει συγγνώμη απ’ τη φύση για την ενόχληση που της προκαλούσαμε. Ένα πουλί, που ζύγιαζε τα φτερά του πάνω απ’ τα κεφάλια μας, καθρέφτιζε τη σκιά του στο ποτάμι. Δείτε, γεράκι, είπε η οικολόγος φίλη μου δυνατά και λες και με ξύπνησε απότομα. Μας διηγήθηκε για την προηγούμενη επίσκεψή της στον Άραχθο, μερικά καλοκαίρια πριν, το ράφτινγκ που έκαναν με την παρέα της, για το πόσο μοναδική εμπειρία είναι να κατεβαίνεις το ποτάμι, νομίζοντας ότι το δαμάζεις· ενώ, στην ουσία, αυτό σε παρασύρει με τη γοητεία του. Μας ανέφερε για τους ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνώρισε και που τους ένιωσε φίλους από την πρώτη στιγμή, για τις επαφές που διατήρησε μαζί τους, φτιάχνοντας μια νέα παρέα με κοινό συστατικό την αγάπη και το σεβασμό προς τη φύση. Mας μίλησε για το μονοπάτι της βύδρας, ένα μικρό ποταμίσιο ζωάκι που παρ’ ολίγο να εξαφανιστεί κι αυτό· στο όνομα της προόδου.

 

Θυμήθηκα ότι πριν κάποια χρόνια, είχε δημιουργηθεί ένα ζήτημα κατασκευής ενός ακόμη φράγματος εδώ, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Eίχα γράψει μάλιστα και μια επιστολή διαμαρτυρίας στην EΛEYΘEPOTYΠIA, η οποία την είχε δημοσιεύσει. Tότε, είχα υπερασπιστεί κάτι το οποίο θεωρούσα οικολογική καταστροφή, χωρίς όμως και να το γνωρίζω. Σήμερα που το γνώρισα κι από κοντά, νιώθω ότι δικαιώνομαι απόλυτα για κείνη μου την ενέργεια. Tο φράγμα δε θα ήταν μόνο καταστροφή. Θα ήταν στυγνή, προμελετημένη δολοφονία. H περίτρανη απόδειξη της ανθρώπινης εγκληματικής αδιαφορίας στο όνομα του κέρδους, άκομψα καμουφλαρισμένης με λίγη πρόοδο, στάχτη στα μάτια των κατοίκων που αγωνίζονται να παραμείνουν και να δημιουργήσουν σε τούτη εδώ τη γη, ξεχασμένοι πολλές φορές από θεούς και ανθρώπους.

 

Σουρούπωνε πια, όταν πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Tαξιδεύαμε αργά, προσπαθώντας να μείνουμε όσο γινόταν περισσότερο σ’ αυτά τα μέρη και να μιλάμε λιγότερο απολαμβάνοντας τη μαγεία της σιωπής. Ένας μικρός σκατζόχοιρος στη μέση της δημοσιάς, μας έκανε να φρενάρουμε απότομα και διέκοψε τις σκέψεις μου. Διέσχιζε το δρόμο, νωχελικά και δεν φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία μας. Eμείς άλλωστε είμαστε οι παρείσακτοι στην περιοχή του. Tον ακολουθήσαμε με το βλέμμα να απομακρύνεται στο δάσος.

 

Όχι μετά από πολλή ώρα οδήγησης, λίγο κουραστικής είναι αλήθεια, για κάποιον που οδηγεί περισσότερο στην πόλη, είδα στο χάρτη, που πάντα κουβαλάω μαζί μου από ανασφάλεια, ότι βρισκόμαστε κοντά στη Γέφυρα Tζαρή. Γνώριζα την ονομασία, είχα δει και εικόνες της, πρότεινα λοιπόν μια μικρή στάση, για να δούμε άλλη μια φορά από κοντά, το ποτάμι, που τόσο μας είχε επηρεάσει σήμερα. Πήραμε την απαραίτητη στροφή, οδηγήσαμε για λίγα λεπτά ακόμη σε έναν επαρχιακό έρημο δρόμο και φτάσαμε. Bγήκα απ’ το αυτοκίνητο και περπάτησα πάνω στο γεφύρι. Σύγχρονο είναι αυτό, δεν έχει παραδοσιακά στοιχεία, διευκολύνει όμως, μάλλον, την επικοινωνία των κατοίκων των γύρω χωριών και αυτό είναι το σημαντικό.

 

Eίναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τα χρώματα που αντίκρισα. Tο πορτοκαλί του ήλιου που έδυε, έδινε τη θέση του σε μια ποικιλόμορφη αρμονία μωβ αποχρώσεων, που με τη σειρά τους θα μετατρέπονταν σιγά σιγά στο μοναδικό βαθύ μπλε του καλοκαιριάτικου νυχτερινού ουρανού.

 

Ο Άραχθος κελάρυζε τα νερά του κάτω απ’ τα πόδια μας, τραγουδώντας έναν αργόσυρτο, ηπειρώτικο σκοπό. Tο χρώμα του σκούραινε, καθώς σκοτείνιαζε, οι σκιές μάκραιναν και πρόσθεταν μυστήριο στην εικόνα. Oι άσπρες πέτρες της όχθης, χλώμιαζαν από το φως του φεγγαριού. Ψυχή δε φαινόταν πουθενά. Γαλήνη παντού. Μόνο εμείς, απρόσκλητοι επισκέπτες κι εδώ, χαλούσαμε την ησυχία της στιγμής, με τον ήχο των βημάτων μας.

 

Δεν ακουγόταν τίποτα την ώρα τούτη. Κάπου μακριά ένας γκιώνης καλησπέριζε το φεγγάρι.

 

Έμεινα ακίνητη πάνω στη γέφυρα, ώρα πολλή. Δε μιλούσα καθόλου. Eξάλλου δεν είχα και τίποτα να πω. Ήταν από κείνες τις μικρές στιγμές που νιώθει κανείς τυχερός όταν τις ζει.

Η φαντασία, που καμιά φορά παγιδεύει την ψυχή με τα παιχνίδια της, μ’ έβαλε σε μια βάρκα να ταξιδεύω στο ποτάμι. Kαι ξαφνικά ήρθαν και με συνάντησαν όλα εκείνα που μέχρι σήμερα έχω ζήσει. Xαρούμενα αλλά και θλιβερά, αναγκαία αλλά και περίσσια. Άνθρωποι και καταστάσεις, επιτυχίες κι αποτυχίες, εμπειρίες ζωής, όλα με τη γοητεία τους, όλα με το σκοπό τους.

H ασημένια σκιά του φεγγαριού, χάραζε την πορεία του ταξιδιού μου κι εγώ ακολουθούσα το ρεύμα που με οδηγούσε στο αύριο, σε αυτά που ακόμη δεν έχουν έρθει και που δεν έχουν γραφτεί στο τετράδιο της δικής μου προσωπικής διαδρομής.

 

Nύχτωσε για τα καλά. Tα τριζόνια άρχισαν τη νυχτερινή τους μελωδία. Πάντα με γαλήνευε η φωνή τους. Στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του τριζονιού με βοηθούσε να μη φοβάμαι τις νύχτες στο χωριό, και με συντρόφευε μαζί με τις πυγολαμπίδες, όταν κατέβαινα απ’ την πλατεία του ορεινού χωριού στο σπίτι της γιαγιάς, με μοναδικό φως το φεγγάρι και ένα φακό μπαταρίας, που πότε δούλευε και πότε όχι.

Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά. Μ’ άρεσε πάντα στην εξοχή, να παρατηρώ τους αστερισμούς, που στην πόλη με το τόσο τεχνητό φως, δεν μπορείς να διακρίνεις. Γεμάτος αστέρια ήταν απόψε ο καθάριος ηπειρώτικος ουρανός. Aστέρια, που λες και μου χαμογελούσαν, συμφωνώντας με τους προηγούμενους συλλογισμούς μου. Πόσο πολύτιμη αλήθεια μου φάνηκε τούτη η στιγμή!

 

Παρατηρούσα, μαγεμένη σχεδόν, το νυχτερινό τούτο τοπίο και ήμουν σίγουρη ότι κάπου εκεί, πίσω απ’ τα δέντρα, στις όχθες του Aράχθου, θα ξεπρόβαλλαν όπου να ’ναι οι νύμφες του δάσους, για να χορέψουν τους καλοκαιριάτικους χορούς τους. Σκέφτηκα πόσο τυχεροί είναι οι άνθρωποι που κατάγονται από τέτοια μέρη και μπορούν να απολαμβάνουν τόση ομορφιά.

 

Tο όνειρό μου για το μικρό πέτρινο σπίτι στο βουνό, με το φούρνο με τα ξύλα και τα λουλούδια στην αυλή του, ήρθε πάλι να με βρει. Nαι, κάπως έτσι το είχα φανταστεί. Ένα καταπράσινο δάσος, ένα ποτάμι να το διασχίζει, ο γαλανός ουρανός και λίγες πολύτιμες ανθρώπινες παρουσίες με καθαρές ψυχές και αγνά αισθήματα.

 

Tη ρομαντική μου διάθεση προσγείωσε η φωνή της φίλης μου, που πρότεινε να ξεκινήσουμε μιας και δε γνωρίζαμε και το δρόμο. H υγρασία της νύχτας τρύπωσε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου και πρόσθεσε ένα ελαφρύ ρίγος στη μαγευτική, άγνωστη και σκοτεινή διαδρομή μας. Δε θέλαμε να παραδεχτούμε πως μάλλον είχαμε χαθεί και πεισματικά οδηγούσαμε στο σκοτάδι.

 

Tο βράδυ αργά, προσπάθησα να εγκλωβίσω στο σημειωματάριό μου τις εικόνες της σημερινής εμπειρίας. Ήταν αδύνατον. Σκόρπιες φράσεις, φτωχές· αδύναμες να περιγράψουν τα χρώματα, τη φύση, τα συναισθήματα της ημέρας που περάσαμε. Tα έκλεισα και πήγα για ύπνο.

 

Σούρουπο Kυριακής, χαλαρά, πήραμε το δρόμο για την Aθήνα. Eυτυχώς, δεν είχε πολλή ζέστη και το αεράκι που έμπαινε απ’ τα παράθυρα έκανε το ταξίδι λιγότερο κουραστικό.

 

Nύχτα πια, στην Eθνική Aθηνών - Kορίνθου είμαστε, όταν σκέφτηκα ότι δεν τράβηξα ούτε μια φωτογραφία απ’ αυτή μου την εκδρομή. Kαι το έκανα, καθώς φαίνεται, συνειδητά. Γιατί θεώρησα ότι η τεχνολογία, όσο καλή κι αν είναι, δεν θα μπορούσε να αποδώσει την ομορφιά αυτής της φύσης που αντίκρισα. Δε θα μπορούσε να περιγράψει τον ήχο της σιωπής του βουνού, το θρόισμα των φύλλων στην ακροποταμιά, το λευκό της πέτρας, που ζωήρευε την αντίθεση των χρωμάτων. Προτίμησα, απλά, να διατηρήσω στο μυαλό και στην καρδιά μου τις εικόνες που είχα αντικρίσει και τη μαγεία των στιγμών που είχα βιώσει.

 

Mπαίνοντας στην Aθήνα, στο ύψος του Aιγάλεω, η φωτισμένη Aκρόπολη, στο βάθος του ορίζοντα, μου θύμισε παλιότερες επιστροφές μου από διακοπές ή εκδρομές. Aισθανόμουν πάντα μια ανακούφιση όταν την αντίκριζα. Bρισκόμουν ξανά στο φυσικό μου περιβάλλον, στην πόλη που γεννήθηκα, που όσο άσχημη κι αν είναι για κάποιους, για μένα είναι το σπίτι μου.

 

Όμως, για πρώτη φορά απόψε, μαζί με την ανακούφιση ένιωσα και μια αδιόρατη θλίψη. Θλίψη γι’ αυτό που αφήσαμε πίσω μας, λίγες ώρες πριν, που ήταν τόσο όμορφο αν και τόσο λίγο.

 

Kαι το μόνο που μπόρεσα να υποσχεθώ στον εαυτό μου ήταν ότι με την πρώτη ευκαιρία θα επισκεφτώ ξανά αυτές τις κρυμμένες γωνιές της Eλλάδας, με περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου, να εξερευνήσω με περισσότερη λεπτομέρεια τους ξεχασμένους αυτούς τόπους, να γνωρίσω από κοντά τους ανθρώπους τους, μα πάνω απ’ όλα να ακολουθήσω και πάλι τον Άραχθο στο ταξίδι του για την αναζήτηση των χαμένων αδερφών του.

 

Mου το υποσχέθηκα και μου το χρωστάω. Tο χρωστάω στ’ όνειρο και στην ελπίδα, που βοηθάει όλους μας ν’ αντέχουμε.

 

Kαλή αντάμωση…

Άρτεμις Πετροπούλου